ἀπέδιλος

ἀπέδιλος
ἀπέδῑλος , ἀπέδιλος
unshod
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απέδιλος — ἀπέδιλος, ον (AM) ο χωρίς πέδιλα, ανυπόδητος, ξυπόλυτος …   Dictionary of Greek

  • ἁπέδιλος — ἀπέδῑλος , ἀπέδιλος unshod masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέδειλος — ἀπέδιλος unshod masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέδιλον — ἀπέδῑλον , ἀπέδιλος unshod masc/fem acc sg ἀπέδῑλον , ἀπέδιλος unshod neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… …   Dictionary of Greek

  • ἀπέδιλα — ἀπέδῑλα , ἀπέδιλος unshod neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”